- διέθρεψα
- διατρέφωbreed upaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατρέφω — διατρέφω, διέθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής